ειδωλολατρικός

ειδωλολατρικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ειδωλολατρία και στους ειδωλολάτρες («ειδωλολατρική θρησκεία»)
2. ο υπερβολικός σε αφοσίωση («ειδωλολατρικός θαυμασμός»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ειδωλολατρικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην ειδωλολατρία ή τους ειδωλολάτρες: Ειδωλολατρικές θρησκείες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ελληνικός — ή, ό (AM ἑλληνικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Ελλάδα και στους Έλληνες ή προέρχεται από την Ελλάδα και τους Έλληνες 2. (το θηλ. εν. ως ουσ.) η Ελληνική η ελληνική γλώσσα νεοελλ. 1. φρ. «Ελληνικό Σχολείο» τριτάξιο σχολείο στο… …   Dictionary of Greek

  • θύραθεν — (ΑΜ θύραθεν, Α και επικ. τ. θύρηθε) επίρρ. 1. απ έξω από την πόρτα, από τα έξω προς τα μέσα 2. φρ. εκκλ. «ὁ θύραθεν» αυτός που βρίσκεται έξω από τη χριστιανική πίστη, ο εθνικός, ο ειδωλολατρικός 3. φρ. εκκλ. «ἡ θύραθεν παιδεία» η κλασική παιδεία …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

  • Αντώνιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Άγκυρα. Πέθανε με μαρτυρικό τρόπο, μαζί με τους γονείς του Μελάνιππο και Κασίνα, επί Ιουλιανού του Παραβάτη. Η μνήμη του τιμάται στις 7 Νοεμβρίου. 2. Λιθοτόμος. Τον σκότωσε o… …   Dictionary of Greek

  • Ισλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ισλανδίας Έκταση: 103.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 279.384 (2002) Πρωτεύουσα: Pέικιαβικ (112.268 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της βόρειας Ευρώπης. Βρέχεται από τον Βόρειο Ατλαντικό ωκεανό καθώς και από τη θάλασσα της… …   Dictionary of Greek

  • Ράντνοτι, Μίκλος — (Radnοti, Βουδαπέστη 1909 – Άμπντα 1944).). Ούγγρος ποιητής. Σπούδασε φιλοσοφία στο πανεπιστήμιο του Σέγκεντ, αλλά επειδή ήταν Εβραίος δεν μπόρεσε να ασκήσει το επάγγελμα του καθηγητή, καταδιώχτηκε, κλείστηκε σε διάφορα στρατόπεδα συγκέντρωσης,… …   Dictionary of Greek

  • Στορμ, Χανς Τέοντορ — (Storm). Γερμανός ποιητής και συγγραφέας (Χούζουμ 1817 – Χάντεμαρσεν 1888). Σπούδασε νομικά στο Κίελο και στο Βερολίνο και συνεργάστηκε με τους αδελφούς Μόμσεν στο Βιβλίο τραγουδιών τριών φίλων (1843) που το ακολουθούν οι Καλοκαιριάτικες ιστορίες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”